Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcùspide
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈkuspide] 1 άκρο μισοφέγγαρου 2 σπείρα 3 πτυχή καρδιακής βαλβίδας 4 οξύ άκρο 5 κορυφή 6 δόντι πριονιού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |