Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


curùle  
θηλυκό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kuˈrule]

ο του ρωμαὶκού θρόνου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cursore curva  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

curricolo (ουσ αρσ )
curriculum (ουσ αρσ )
curro (ουσ αρσ )
curry (ουσ αρσ )
cursore (ουσ αρσ )
curule (θηλ. επίθ και ουσ)
curva (θηλ.ουσ)
curvabile (επίθ.)
curvare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
curvarsi (ρ. μ. αμτβ.)
curvatrice (θηλ.ουσ)
curvatura (θηλ.ουσ)
curvilineo (αρσ. επίθ και ουσ)
curvimetro (ουσ αρσ )
curvo (αρσ. επίθ και ουσ)
cuscinetto (ουσ αρσ )
cuscino (ουσ αρσ )
cuscus (ουσ αρσ )
cuscuta (θηλ.ουσ)
cuspidale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---