Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

taumatùrgico (επίθ.) tavolìno (ουσ αρσ )
taumatùrgo (ουσ αρσ ) tàvolo (ουσ αρσ )
taurìna (θηλ.ουσ) tavolóne (ουσ αρσ )
taurìno (επίθ.) tavolòzza (θηλ.ουσ)
tauròbolo (ουσ αρσ ) tàxi, taxì (ουσ αρσ )
tauromachìa (θηλ.ουσ) taxìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
tautogràmma (ουσ αρσ ) taylorìsmo (ουσ αρσ )
tautologìa (θηλ.ουσ) tàzza (θηλ.ουσ)
tautològico (επίθ.) tazzétta (θηλ.ουσ)
tautomerìa (θηλ.ουσ) tazzìna (θηλ.ουσ)
tautòmero (επίθ.) te (προσωπ. αντων.)
tautosillàbico (επίθ.) (ουσ αρσ )
tavèlla (θηλ.ουσ) tèa (επίθ.)
tavellóne (ουσ αρσ ) teatìno (αρσ. επίθ και ουσ)
tavèrna (θηλ.ουσ) teatràbile (επίθ.)
tavernàio (αρσ. επίθ και ουσ) teatràle (επίθ.)
tavernétta (θηλ.ουσ) teatralità (θηλ.ουσ)
tavernière (ουσ αρσ ) teatralménte (επίρ.)
tàvola (θηλ.ουσ) teatrànte (ουσ αρσ και θηλ.)
tavolàccio (ουσ αρσ ) teatrìno (ουσ αρσ )
tavolàme (ουσ αρσ ) teàtro (ουσ αρσ )
tavolàta (θηλ.ουσ) teatróne (ουσ αρσ )
tavolàto (ουσ αρσ ) tebàide (θηλ.ουσ)
tavolétta (θηλ.ουσ) tebaìna (θηλ.ουσ)
tavolière (ουσ αρσ ) tebaìsmo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: