Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nauseàto (επίθ.) navìglio (ουσ αρσ )
nàuta (ουσ αρσ ) navóne (ουσ αρσ )
nàutica (θηλ.ουσ) nazifascìsmo (ουσ αρσ )
nàutico (επίθ.) nazifascìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
nàutilo (ουσ αρσ ) nazificàre (ρ. μτβ.)
navàle (επίθ.) nazionàle (ουσ αρσ )
navalmeccànica (θηλ.ουσ) nazionàle (θηλ.ουσ)
navalmeccànico (ουσ αρσ ) nazionàle (επίθ.)
navalmeccànico (επίθ.) nazionalìsmo (ουσ αρσ )
navàrco (ουσ αρσ ) nazionalìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
navàrra (θηλ.ουσ) nazionalìsta (επίθ.)
navàta (θηλ.ουσ) nazionalìstico (επίθ.)
nàve (θηλ.ουσ) nazionalità (θηλ.ουσ)
navétta (θηλ.ουσ) nazionalizzàre (ρ. μτβ.)
navicèlla (θηλ.ουσ) nazionalizzazióne (θηλ.ουσ)
navicèllo (ουσ αρσ ) nazionalménte (επίρ.)
navicolàre (επίθ.) nazionalsocialìsmo (ουσ αρσ )
navigàbile (επίθ.) nazionalsocialìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
navigabilità (θηλ.ουσ) nazióne (θηλ.ουσ)
navigànte (ουσ αρσ ) nazìsmo (ουσ αρσ )
navigànte (επίθ.) nazìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
navigàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) nazzarèno (αρσ. επίθ και ουσ)
navigàto (επίθ.) ne (προσωπ. αντων. e επίρ.)
navigatóre (ουσ αρσ ) (σύνδ.)
navigazióne (θηλ.ουσ) neànche (επίρ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: