Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

monomotóre (ουσ αρσ ) monorìtmico (επίθ.)
monomotóre (επίθ.) monorìtmo (επίθ.)
monopàla (επίθ.) monorotàia (θηλ.ουσ)
monopàttino (ουσ αρσ ) monorotóre (επίθ.)
monopètalo (επίθ.) monosaccàride (ουσ αρσ )
monoplàno (ουσ αρσ ) monoscì (ουσ αρσ )
monoplegìa (θηλ.ουσ) monoscòpio (ουσ αρσ )
monopòdico (επίθ.) monosessuàle (επίθ.)
monòpoli (ουσ αρσ ) monosillàbico (επίθ.)
monopòlio (ουσ αρσ ) monosìllabo (ουσ αρσ )
monopolìsta (ουσ αρσ και θηλ.) monosìllabo (επίθ.)
monopolìstico (επίθ.) monospèrmo (επίθ.)
monopolizzàre (ρ. μτβ.) monòssido (ουσ αρσ )
monopolizzatóre (αρσ. επίθ και ουσ) monostàbile (επίθ.)
monopolizzazióne (θηλ.ουσ) monostàdio (επίθ.)
monopósto (ουσ αρσ και θηλ.) monòstico (επίθ.)
monopósto (επίθ.) monoteìsmo (ουσ αρσ )
monopsònio (ουσ αρσ ) monoteìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
monopsonìsta (ουσ αρσ και θηλ.) monoteìsta (επίθ.)
monòptero (επίθ.) monoteìstico (επίθ.)
monòrchide (ουσ αρσ ) monotemàtico (επίθ.)
monòrchide (επίθ.) monotipìa (θηλ.ουσ)
monoreattóre (ουσ αρσ ) monotìpico (επίθ.)
monorifrangènte (αρσ. επίθ και ουσ) monotipìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
monorìmo (επίθ.) monotìpo (αρσ. επίθ και ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: