ItalianoGreco


monòrchide  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [moˈnɔrkide]

1 άντρας που έχει έναν μόνον όρχι
2 άντρας μονάρχιδος
3 άντρας μόνορχις

monòrchide  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [moˈnɔrkide]

1 που έχει έναν μόνον όρχι
2 μόνορχις
3 μονάρχιδος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---