Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


monòrchide  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [moˈnɔrkide]

1 άντρας που έχει έναν μόνον όρχι
2 άντρας μονάρχιδος
3 άντρας μόνορχις

monòrchide  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [moˈnɔrkide]

1 που έχει έναν μόνον όρχι
2 μόνορχις
3 μονάρχιδος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  monoptero monoreattore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

monoposto (ουσ αρσ και θηλ.)
monoposto (επίθ.)
monopsonio (ουσ αρσ )
monopsonista (ουσ αρσ και θηλ.)
monoptero (επίθ.)
monorchide (ουσ αρσ )
monorchide (επίθ.)
monoreattore (ουσ αρσ )
monorifrangente (αρσ. επίθ και ουσ)
monorimo (επίθ.)
monoritmico (επίθ.)
monoritmo (επίθ.)
monorotaia (θηλ.ουσ)
monorotore (επίθ.)
monosaccaride (ουσ αρσ )
monoscì (ουσ αρσ )
monoscopio (ουσ αρσ )
monosessuale (επίθ.)
monosillabico (επίθ.)
monosillabo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---