Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmonopósto
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,mɔnoˈposto] μονοθέσιο όχημα ή σκάφος monopósto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [,mɔnoˈposto] Μονοθέσιος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |