Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmonopolizzàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [monopolidˈdzare] 1 πουλώ κατ' αποκλειστικότητα 2 εμφανίζομαι ως ο μόνος κάτοχος μιας ιδιότητας ή αρετής 3 μονοπωλώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |