Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


monopòlio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [monoˈpɔljo]

το μονοπώλειο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  monopoli monopolista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

monopetalo (επίθ.)
monoplano (ουσ αρσ )
monoplegia (θηλ.ουσ)
monopodico (επίθ.)
monopoli (ουσ αρσ )
monopolio (ουσ αρσ )
monopolista (ουσ αρσ και θηλ.)
monopolistico (επίθ.)
monopolizzare (ρ. μτβ.)
monopolizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
monopolizzazione (θηλ.ουσ)
monoposto (ουσ αρσ και θηλ.)
monoposto (επίθ.)
monopsonio (ουσ αρσ )
monopsonista (ουσ αρσ και θηλ.)
monoptero (επίθ.)
monorchide (ουσ αρσ )
monorchide (επίθ.)
monoreattore (ουσ αρσ )
monorifrangente (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---