Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


monopolìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [monopoˈlista]

1 μονοπολών
2 έμπορος μονοπωλιακού είδους


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  monopolio monopolistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

monoplano (ουσ αρσ )
monoplegia (θηλ.ουσ)
monopodico (επίθ.)
monopoli (ουσ αρσ )
monopolio (ουσ αρσ )
monopolista (ουσ αρσ και θηλ.)
monopolistico (επίθ.)
monopolizzare (ρ. μτβ.)
monopolizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
monopolizzazione (θηλ.ουσ)
monoposto (ουσ αρσ και θηλ.)
monoposto (επίθ.)
monopsonio (ουσ αρσ )
monopsonista (ουσ αρσ και θηλ.)
monoptero (επίθ.)
monorchide (ουσ αρσ )
monorchide (επίθ.)
monoreattore (ουσ αρσ )
monorifrangente (αρσ. επίθ και ουσ)
monorimo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---