Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


monostàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,mɔnosˈtabile]

1 μονοσταθής
2 μιας μόνο καταστάσεως


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  monossido monostadio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

monosillabico (επίθ.)
monosillabo (ουσ αρσ )
monosillabo (επίθ.)
monospermo (επίθ.)
monossido (ουσ αρσ )
monostabile (επίθ.)
monostadio (επίθ.)
monostico (επίθ.)
monoteismo (ουσ αρσ )
monoteista (ουσ αρσ και θηλ.)
monoteista (επίθ.)
monoteistico (επίθ.)
monotematico (επίθ.)
monotipia (θηλ.ουσ)
monotipico (επίθ.)
monotipista (ουσ αρσ και θηλ.)
monotipo (αρσ. επίθ και ουσ)
monotonia (θηλ.ουσ)
monotono (επίθ.)
monotono (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---