Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


monoteìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [monoteˈista]

Μονοθεὶστής

monoteìsta  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [monoteˈista]

Μονοθεὶστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  monoteismo monoteistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

monossido (ουσ αρσ )
monostabile (επίθ.)
monostadio (επίθ.)
monostico (επίθ.)
monoteismo (ουσ αρσ )
monoteista (ουσ αρσ και θηλ.)
monoteista (επίθ.)
monoteistico (επίθ.)
monotematico (επίθ.)
monotipia (θηλ.ουσ)
monotipico (επίθ.)
monotipista (ουσ αρσ και θηλ.)
monotipo (αρσ. επίθ και ουσ)
monotonia (θηλ.ουσ)
monotono (επίθ.)
monotono (επίθ.)
monotremi (ουσ αρσ πληθ.)
monottongo (ουσ αρσ )
monotype (θηλ.ουσ)
monouso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---