Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

merceològico (επίθ.) mèrgo (ουσ αρσ )
merceòlogo (ουσ αρσ ) mericìsmo (ουσ αρσ )
mercerìa (θηλ.ουσ) meridiàna (θηλ.ουσ)
mercerizzàre (ρ. μτβ.) meridiàno (ουσ αρσ )
mercerizzàto (επίθ.) meridiàno (επίθ.)
mercerizzatrìce (θηλ.ουσ) meridionàle (ουσ αρσ και θηλ.)
mercerizzazióne (θηλ.ουσ) meridionàle (επίθ.)
mèrci (ουσ αρσ ) meridionalìsmo (ουσ αρσ )
merciàio (ουσ αρσ ) meridionalìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mercificàre (ρ. μτβ.) meridionalìstica (θηλ.ουσ)
mercificazióne (θηλ.ουσ) meridionalìstico (επίθ.)
mercimònio (ουσ αρσ ) meridionalizzàre (ρ. μτβ.)
mercoledì (ουσ αρσ ) meridionalizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
mercorèlla (θηλ.ουσ) meridióne (ουσ αρσ )
mercuriàle (θηλ.ουσ) meriggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
mercuriàle (επίθ.) merìggio (ουσ αρσ )
mercurialìsmo (ουσ αρσ ) merìnga (θηλ.ουσ)
mercùrico (επίθ.) meringàto (επίθ.)
mercùrio (ουσ αρσ ) merìno (αρσ. επίθ και ουσ)
mèrda (θηλ.ουσ) meristèma (ουσ αρσ )
merdàio (ουσ αρσ ) meristemàtico (επίθ.)
merdóso (επίθ.) meritàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
merènda (θηλ.ουσ) meritataménte (επίρ.)
meretrìce (θηλ.ουσ) meritàto (επίθ.)
meretrìcio (ουσ αρσ ) meritévole (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: