Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

hockeìstico (επίθ.) iattànza (θηλ.ουσ)
hockey (ουσ αρσ ) iattùra (θηλ.ουσ)
holding (θηλ.ουσ) ibèrico (αρσ. επίθ και ουσ)
hollywoodiàno (επίθ.) ibernànte (επίθ.)
hostess (θηλ.ουσ) ibernàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
hotèl (ουσ αρσ ) ibernazióne (θηλ.ουσ)
hovercraft (ουσ αρσ ) ibìdem (επίρ.)
humour (ουσ αρσ ) ìbis (ουσ αρσ )
hùmus (ουσ αρσ ) ibìsco (ουσ αρσ )
hurrà (επιφ.) iblèo (επίθ.)
i (οριστ. άρθ.) ibridàre (ρ. μτβ.)
iacintèo (επίθ.) ibridatóre (ουσ αρσ )
iacintìno (επίθ.) ibridazióne (θηλ.ουσ)
Iàcopo (κύρ.όν. αρσ.) ibridìsmo (ουσ αρσ )
ìadi (θηλ. ουσ πληθ.) ìbrido (ουσ αρσ )
ialèa (θηλ.ουσ) ìbrido (επίθ.)
ialìno (επίθ.) ibseniàno (επίθ.)
ialìte (θηλ.ουσ) icàstica (θηλ.ουσ)
ialografìa (θηλ.ουσ) icàstico (επίθ.)
ialòide (θηλ.ουσ) iccàse (ουσ αρσ και θηλ.)
ialurgìa (θηλ.ουσ) iceberg (ουσ αρσ )
iàrda (θηλ.ουσ) icnèumone (ουσ αρσ )
iàto, iàto (ουσ αρσ ) icnografìa (θηλ.ουσ)
iatrogenicità (θηλ.ουσ) icnogràfico (επίθ.)
iatrògeno (επίθ.) icnògrafo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: