Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόibridìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ibriˈdizmo] 1 υβριδισμός 2 νοθογένεια 3 υβριδοποίηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |