Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόibridazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ibridatˈtsjone] 1 αλλομιξία 2 παραγωγή υβριδίων 3 υβριδοποίηση 4 ετερομιξία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |