Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


icnògrafo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [iˈknɔgrafo]

1 ιχνογράφος
2 σχεδιαστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  icnografico icona  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

iccase (ουσ αρσ και θηλ.)
iceberg (ουσ αρσ )
icneumone (ουσ αρσ )
icnografia (θηλ.ουσ)
icnografico (επίθ.)
icnografo (ουσ αρσ )
icona (θηλ.ουσ)
iconico (επίθ.)
iconoclasta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
iconoclastia (θηλ.ουσ)
iconoclastico (επίθ.)
iconografia (θηλ.ουσ)
iconografico (επίθ.)
iconografo (ουσ αρσ )
iconolatra (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
iconolatria (θηλ.ουσ)
iconologia (θηλ.ουσ)
iconologista (ουσ αρσ και θηλ.)
iconometria (θηλ.ουσ)
iconometrico (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---