Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


iconolàtra  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ikonoˈlatra]

εικονολάτρης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  iconografo iconolatria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

iconoclastia (θηλ.ουσ)
iconoclastico (επίθ.)
iconografia (θηλ.ουσ)
iconografico (επίθ.)
iconografo (ουσ αρσ )
iconolatra (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
iconolatria (θηλ.ουσ)
iconologia (θηλ.ουσ)
iconologista (ουσ αρσ και θηλ.)
iconometria (θηλ.ουσ)
iconometrico (θηλ.ουσ)
iconometro (ουσ αρσ )
iconoscopio (ουσ αρσ )
iconostasi (θηλ.ουσ)
icore (ουσ αρσ )
icoroso (επίθ.)
icosaedrico (επίθ.)
icosaedro (ουσ αρσ )
ics (ουσ αρσ και θηλ.)
ictus (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---