Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


icoróso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ikoˈroso], [ikoˈrozo]

1 ο του ιχώρ
2 ο του ορού του ύδατος
3 ο του αίματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  icore icosaedrico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

iconometrico (θηλ.ουσ)
iconometro (ουσ αρσ )
iconoscopio (ουσ αρσ )
iconostasi (θηλ.ουσ)
icore (ουσ αρσ )
icoroso (επίθ.)
icosaedrico (επίθ.)
icosaedro (ουσ αρσ )
ics (ουσ αρσ και θηλ.)
ictus (ουσ αρσ )
idatide (θηλ.ουσ)
idatodo (ουσ αρσ )
iddio (ουσ αρσ )
idea (θηλ.ουσ)
ideabile (επίθ.)
ideaccia (θηλ.ουσ)
ideale (ουσ αρσ )
ideale (επίθ.)
idealismo (ουσ αρσ )
idealista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---