Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


iconometrico  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ikonoˈmɛtriko]

εικονομετρικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  iconometria iconometro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

iconolatra (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
iconolatria (θηλ.ουσ)
iconologia (θηλ.ουσ)
iconologista (ουσ αρσ και θηλ.)
iconometria (θηλ.ουσ)
iconometrico (θηλ.ουσ)
iconometro (ουσ αρσ )
iconoscopio (ουσ αρσ )
iconostasi (θηλ.ουσ)
icore (ουσ αρσ )
icoroso (επίθ.)
icosaedrico (επίθ.)
icosaedro (ουσ αρσ )
ics (ουσ αρσ και θηλ.)
ictus (ουσ αρσ )
idatide (θηλ.ουσ)
idatodo (ουσ αρσ )
iddio (ουσ αρσ )
idea (θηλ.ουσ)
ideabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---