Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόicóre, ìcore
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [iˈkore], [ˈikore] 1 ορός αίματος 2 ιχώρ 3 υδαρές τμήμα αίματος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |