Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόìbrido
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈibrido] υβρίδιο ìbrido επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈibrido] 1 υβριδικός 2 νοθογενής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |