Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόhùmus
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈumus] 1 οργανικό υλικό-κοπριά 2 οργανικό υλικό αποσάθρωσης φυτών 3 χούμος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |