Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ibernàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [iberˈnare]

1 βρίσκομαι σε λήθαργο
2 ξεχειμωνιάζω
3 παραχειμάζω
4 διαχειμάζω
5 πέφτω σε χειμέρια νάρκη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ibernante ibernazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

iatrogeno (επίθ.)
iattanza (θηλ.ουσ)
iattura (θηλ.ουσ)
iberico (αρσ. επίθ και ουσ)
ibernante (επίθ.)
ibernare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ibernazione (θηλ.ουσ)
ibidem (επίρ.)
ibis (ουσ αρσ )
ibisco (ουσ αρσ )
ibleo (επίθ.)
ibridare (ρ. μτβ.)
ibridatore (ουσ αρσ )
ibridazione (θηλ.ουσ)
ibridismo (ουσ αρσ )
ibrido (ουσ αρσ )
ibrido (επίθ.)
ibseniano (επίθ.)
icastica (θηλ.ουσ)
icastico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---