Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ibernànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [iberˈnante]

1 διαχειμάζων
2 που πέφτει σε χειμέρια νάρκη (για ζώα)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  iberico ibernare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

iatrogenicità (θηλ.ουσ)
iatrogeno (επίθ.)
iattanza (θηλ.ουσ)
iattura (θηλ.ουσ)
iberico (αρσ. επίθ και ουσ)
ibernante (επίθ.)
ibernare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ibernazione (θηλ.ουσ)
ibidem (επίρ.)
ibis (ουσ αρσ )
ibisco (ουσ αρσ )
ibleo (επίθ.)
ibridare (ρ. μτβ.)
ibridatore (ουσ αρσ )
ibridazione (θηλ.ουσ)
ibridismo (ουσ αρσ )
ibrido (ουσ αρσ )
ibrido (επίθ.)
ibseniano (επίθ.)
icastica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---