Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cacofònico (επίθ.) cadùto (επίθ.)
cacografìa (θηλ.ουσ) caffè (ουσ αρσ )
cacologìa (θηλ.ουσ) caffeàrio (επίθ.)
cacóne (ουσ αρσ ) caffeìcolo (επίθ.)
càcto (ουσ αρσ ) caffeìfero (επίθ.)
càctus (ουσ αρσ ) caffeìna (θηλ.ουσ)
cacùme (ουσ αρσ ) caffelàtte (ουσ αρσ )
cadaùno (οριστ. επίθ.) caffellàtte (αρσ. επίθ και ουσ)
cadàvere (ουσ αρσ ) caffettàno (ουσ αρσ )
cadavèrico (επίθ.) caffetterìa (θηλ.ουσ)
cadaverìna (θηλ.ουσ) caffettièra (θηλ.ουσ)
cadènza (θηλ.ουσ) caffettière (ουσ αρσ )
cadenzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) càffo (αρσ. επίθ και ουσ)
cadére (ουσ αρσ ) cafonàggine (θηλ.ουσ)
cadére (ρ.αμτβ.) cafonàta (θηλ.ουσ)
cadétto (ουσ αρσ ) cafóne (ουσ αρσ )
cadétto (επίθ.) cafóne (επίθ.)
caditóia (θηλ.ουσ) cafonésco (επίθ.)
cadmiatùra (θηλ.ουσ) cagionàre (ρ. μτβ.)
càdmio (ουσ αρσ ) cagióne (θηλ.ουσ)
cadùceo, caducèo (ουσ αρσ ) cagionévole (επίθ.)
caducità (θηλ.ουσ) cagliàre (ρ. μτβ.)
cadùco (επίθ.) cagliàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
cadùta (θηλ.ουσ) cagliàta (θηλ.ουσ)
cadùto (ουσ αρσ ) cagliatùra (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: