Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

walkie–talkie (ουσ αρσ ) xàntico (επίθ.)
wàlzer (ουσ αρσ ) xantìna (θηλ.ουσ)
wapìti, wàpiti (ουσ αρσ ) xantismo (ουσ αρσ )
wàter (ουσ αρσ ) xantoficèe (θηλ. ουσ πληθ.)
water closet, water–closet (ουσ αρσ ) xantofìlla (θηλ.ουσ)
waterpolìsta (ουσ αρσ και θηλ.) xantòma (ουσ αρσ )
watt (ουσ αρσ ) xantomatòso (επίθ.)
wattòmetro (ουσ αρσ ) xantopsìa (θηλ.ουσ)
wattóra (ουσ αρσ ) xenìa (θηλ.ουσ)
wattoràmetro (ουσ αρσ ) xèno (ουσ αρσ )
watùsso (αρσ. επίθ και ουσ) xenodòchio (ουσ αρσ )
WC (ουσ αρσ ) xenofobìa (θηλ.ουσ)
wèber (ουσ αρσ ) xenòfobo (ουσ αρσ )
weekend, week–end (ουσ αρσ ) xenòfobo (επίθ.)
wellingtònia (θηλ.ουσ) xenomania (θηλ.ουσ)
Weltanschauung (θηλ.ουσ) xeres (ουσ αρσ )
welter (ουσ αρσ ) xeròbio (αρσ. επίθ και ουσ)
western (ουσ αρσ ) xerocòpia (θηλ.ουσ)
whisky (ουσ αρσ ) xerocopiàre (ρ. μτβ.)
winchester (ουσ αρσ ) xeròfita (θηλ.ουσ)
windsurf (ουσ αρσ ) xeroftalmìa (θηλ.ουσ)
wolfràmio (ουσ αρσ ) xeroftàlmico (επίθ.)
wolframìte (θηλ.ουσ) xeroftàlmo (ουσ αρσ )
würstel (ουσ αρσ ) xerografìa (θηλ.ουσ)
xantène (ουσ αρσ ) xerogràfico (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: