Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόxeròbio
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [kseˈrɔbjo] 1 ξηρόφιλος 2 φυτό που ζει σε ξερικό περιβάλλον 3 ξερόφιλος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |