Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


xilèma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ksiˈlɛma]

1 ξυλώδες
2 ξύλημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  xifoide xilematico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

xerosi (θηλ.ουσ)
xerotermo (επίθ.)
xifoforo (ουσ αρσ )
xifoide (ουσ αρσ και θηλ.)
xifoide (επίθ.)
xilema (ουσ αρσ )
xilematico (επίθ.)
xilene (ουσ αρσ )
xilofago (επίθ.)
xilofonista (ουσ αρσ και θηλ.)
xilofono (ουσ αρσ )
xilografia (θηλ.ουσ)
xilografo (ουσ αρσ )
xilolo (ουσ αρσ )
xilologia (θηλ.ουσ)
xilosio (ουσ αρσ )
xoanon (ουσ αρσ )
yacht (ουσ αρσ )
yak (ουσ αρσ )
yankee (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---