Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόyankee
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈjɛnki] 1 αμερικανός 2 γιάνκης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |