Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


xenòfobo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kseˈnɔfobo]

ο ξενόφοβος (-η)

xenòfobo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kseˈnɔfobo]

ξενόφοβος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  xenofobia xenomania  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

xantopsia (θηλ.ουσ)
xenia (θηλ.ουσ)
xeno (ουσ αρσ )
xenodochio (ουσ αρσ )
xenofobia (θηλ.ουσ)
xenofobo (ουσ αρσ )
xenofobo (επίθ.)
xenomania (θηλ.ουσ)
xeres (ουσ αρσ )
xerobio (αρσ. επίθ και ουσ)
xerocopia (θηλ.ουσ)
xerocopiare (ρ. μτβ.)
xerofita (θηλ.ουσ)
xeroftalmia (θηλ.ουσ)
xeroftalmico (επίθ.)
xeroftalmo (ουσ αρσ )
xerografia (θηλ.ουσ)
xerografico (επίθ.)
xerosi (θηλ.ουσ)
xerotermo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---