Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

quà quà (επιφ.) quartettìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
quarànta ( απόλ. αριθμ. επίθ.) quartétto (ουσ αρσ )
quarantacinquemila ( απόλ. αριθμ. επίθ.) quàrtica (θηλ.ουσ)
quarantamìla ( απόλ. αριθμ. επίθ.) quartière (ουσ αρσ )
quarantèna (θηλ.ουσ) quartierìno (ουσ αρσ )
quarantènne (ουσ αρσ ) quartiermàstro (ουσ αρσ )
quarantènne (θηλ.ουσ) quartìle (ουσ αρσ )
quarantènne (επίθ.) quartìna (θηλ.ουσ)
quarantènnio (ουσ αρσ ) quartìno (ουσ αρσ )
quarantèsimo (ουσ αρσ ) quàrto (ουσ αρσ )
quarantèsimo (επίθ.) quàrto (επίθ.)
quarantìna (θηλ.ουσ) quartogènito (αρσ. επίθ και ουσ)
quarantóre (θηλ.ουσ) quartùltimo (επίθ.)
quarantottèsimo (τακτ. αριθμ. επίθ.) quarzìfero (επίθ.)
quarantòtto (ουσ αρσ ) quarzìte (θηλ.ουσ)
quarésima (θηλ.ουσ) quàrzo (ουσ αρσ )
quaresimàle (ουσ αρσ ) quarzóso (επίθ.)
quaresimàle (επίθ.) quasar (ουσ αρσ και θηλ.)
quaresimalìsta (ουσ αρσ ) quàsi (επίρ.)
quark (ουσ αρσ ) quàssia (θηλ.ουσ)
quàrta (θηλ.ουσ) quassù (επίρ.)
quartabuòno (ουσ αρσ ) quatèrna (θηλ.ουσ)
quartàna (θηλ.ουσ) quaternàrio (ουσ αρσ )
quartàto (επίθ.) quaternàrio (επίθ.)
quarteróne (ουσ αρσ ) quaternióne (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: