Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


quaresimàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kwareziˈmale]

1 μακρύ και βαρετό κήρυγμα
2 σαρακοστή

quaresimàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kwareziˈmale]

σαρακοστιανός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  quaresima quaresimalista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

quarantina (θηλ.ουσ)
quarantore (θηλ.ουσ)
quarantottesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
quarantotto (ουσ αρσ )
quaresima (θηλ.ουσ)
quaresimale (ουσ αρσ )
quaresimale (επίθ.)
quaresimalista (ουσ αρσ )
quark (ουσ αρσ )
quarta (θηλ.ουσ)
quartabuono (ουσ αρσ )
quartana (θηλ.ουσ)
quartato (επίθ.)
quarterone (ουσ αρσ )
quartettista (ουσ αρσ και θηλ.)
quartetto (ουσ αρσ )
quartica (θηλ.ουσ)
quartiere (ουσ αρσ )
quartierino (ουσ αρσ )
quartiermastro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---