Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόquaresimàle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kwareziˈmale] 1 μακρύ και βαρετό κήρυγμα 2 σαρακοστή quaresimàle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kwareziˈmale] σαρακοστιανός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |