Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


quarésima  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kwaˈrezima]

η Σαρακοστή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  quarantotto quaresimale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

quarantesimo (επίθ.)
quarantina (θηλ.ουσ)
quarantore (θηλ.ουσ)
quarantottesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
quarantotto (ουσ αρσ )
quaresima (θηλ.ουσ)
quaresimale (ουσ αρσ )
quaresimale (επίθ.)
quaresimalista (ουσ αρσ )
quark (ουσ αρσ )
quarta (θηλ.ουσ)
quartabuono (ουσ αρσ )
quartana (θηλ.ουσ)
quartato (επίθ.)
quarterone (ουσ αρσ )
quartettista (ουσ αρσ και θηλ.)
quartetto (ουσ αρσ )
quartica (θηλ.ουσ)
quartiere (ουσ αρσ )
quartierino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---