Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


quàrta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkwarta]

1 τετάρτη ταχύτητα
2 διάστημα τετάρτης (μουσική)
3 σημείο ναυτικής πυξίδας
4 τετάρτη τάξη
5 τέταρτο έτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  quark quartabuono  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

quaresima (θηλ.ουσ)
quaresimale (ουσ αρσ )
quaresimale (επίθ.)
quaresimalista (ουσ αρσ )
quark (ουσ αρσ )
quarta (θηλ.ουσ)
quartabuono (ουσ αρσ )
quartana (θηλ.ουσ)
quartato (επίθ.)
quarterone (ουσ αρσ )
quartettista (ουσ αρσ και θηλ.)
quartetto (ουσ αρσ )
quartica (θηλ.ουσ)
quartiere (ουσ αρσ )
quartierino (ουσ αρσ )
quartiermastro (ουσ αρσ )
quartile (ουσ αρσ )
quartina (θηλ.ουσ)
quartino (ουσ αρσ )
quarto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---