Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


quarantènne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kwaranˈtɛnne]

σαραντάρης άντρας

quarantènne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kwaranˈtɛnne]

σαραντάρα γυναίκα

quarantènne  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kwaranˈtɛnne]

σαραντάρης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  quarantena quarantennio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

qua qua (επιφ.)
quaranta ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
quarantacinquemila ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
quarantamila ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
quarantena (θηλ.ουσ)
quarantenne (ουσ αρσ )
quarantenne (θηλ.ουσ)
quarantenne (επίθ.)
quarantennio (ουσ αρσ )
quarantesimo (ουσ αρσ )
quarantesimo (επίθ.)
quarantina (θηλ.ουσ)
quarantore (θηλ.ουσ)
quarantottesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
quarantotto (ουσ αρσ )
quaresima (θηλ.ουσ)
quaresimale (ουσ αρσ )
quaresimale (επίθ.)
quaresimalista (ουσ αρσ )
quark (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---