Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόquarantènne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kwaranˈtɛnne] σαραντάρης άντρας quarantènne ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kwaranˈtɛnne] σαραντάρα γυναίκα quarantènne επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kwaranˈtɛnne] σαραντάρης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |