Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


quasar  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkwazar]

κβάζαρ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  quarzoso quasi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

quartultimo (επίθ.)
quarzifero (επίθ.)
quarzite (θηλ.ουσ)
quarzo (ουσ αρσ )
quarzoso (επίθ.)
quasar (ουσ αρσ και θηλ.)
quasi (επίρ.)
quassia (θηλ.ουσ)
quassù (επίρ.)
quaterna (θηλ.ουσ)
quaternario (ουσ αρσ )
quaternario (επίθ.)
quaternione (ουσ αρσ )
quatto (αρσ. επίθ και ουσ)
quattordicenne (ουσ αρσ )
quattordicenne (θηλ.ουσ)
quattordicenne (επίθ.)
quattordicesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
quattordici ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
quattrinaio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---