Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

qualificàto (επίθ.) quànto (αντων.)
qualificatóre (αρσ. επίθ και ουσ) quànto (επίρ.)
qualificazióne (θηλ.ουσ) quantomeccànica (θηλ.ουσ)
qualità (θηλ.ουσ) quantoméno (επίρ.)
qualitativaménte (επίρ.) quàntum (ουσ αρσ )
qualitatìvo (ουσ αρσ ) quantùnque (επίθ.)
qualitatìvo (επίθ.) quà quà (επιφ.)
qualóra (σύνδ.) quarànta ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
qualsìasi (επίθ.) quarantacinquemila ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
qualùnque (επίθ.) quarantamìla ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
qualunquìsmo (ουσ αρσ ) quarantèna (θηλ.ουσ)
quàndo (επίρ.) quarantènne (ουσ αρσ )
quàntico (επίθ.) quarantènne (θηλ.ουσ)
quantificàre (ρ. μτβ.) quarantènne (επίθ.)
quantificazióne (θηλ.ουσ) quarantènnio (ουσ αρσ )
quantìstico (επίθ.) quarantèsimo (ουσ αρσ )
quantità (θηλ.ουσ) quarantèsimo (επίθ.)
quantitativaménte (επίρ.) quarantìna (θηλ.ουσ)
quantitatìvo (ουσ αρσ ) quarantóre (θηλ.ουσ)
quantitatìvo (επίθ.) quarantottèsimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
quantizzàre (ρ. μτβ.) quarantòtto (ουσ αρσ )
quantizzatóre (ουσ αρσ ) quarésima (θηλ.ουσ)
quantizzazióne (θηλ.ουσ) quaresimàle (ουσ αρσ )
quànto (ουσ αρσ ) quaresimàle (επίθ.)
quànto (οριστ. επίθ.) quaresimalìsta (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: