Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


quantizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kwantiddzatˈtsjone]

κβαντικοποίηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  quantizzatore quanto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

quantitativamente (επίρ.)
quantitativo (ουσ αρσ )
quantitativo (επίθ.)
quantizzare (ρ. μτβ.)
quantizzatore (ουσ αρσ )
quantizzazione (θηλ.ουσ)
quanto (ουσ αρσ )
quanto (οριστ. επίθ.)
quanto (αντων.)
quanto (επίρ.)
quantomeccanica (θηλ.ουσ)
quantomeno (επίρ.)
quantum (ουσ αρσ )
quantunque (επίθ.)
qua qua (επιφ.)
quaranta ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
quarantacinquemila ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
quarantamila ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
quarantena (θηλ.ουσ)
quarantenne (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---