Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


quàntum  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkwantum]

κβάντο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  quantomeno quantunque  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

quanto (οριστ. επίθ.)
quanto (αντων.)
quanto (επίρ.)
quantomeccanica (θηλ.ουσ)
quantomeno (επίρ.)
quantum (ουσ αρσ )
quantunque (επίθ.)
qua qua (επιφ.)
quaranta ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
quarantacinquemila ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
quarantamila ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
quarantena (θηλ.ουσ)
quarantenne (ουσ αρσ )
quarantenne (θηλ.ουσ)
quarantenne (επίθ.)
quarantennio (ουσ αρσ )
quarantesimo (ουσ αρσ )
quarantesimo (επίθ.)
quarantina (θηλ.ουσ)
quarantore (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---