Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


quànto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkwanto]

1 το πόσο
2 κβάντο

quànto  
οριστικό επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈkwanto]

1 όσος (-η, -ο)
2 (nelle frasi interrogative) πόσος (-η, -ο)

quànto  
αντωνυμία

Προσφορά I.P.A.: [ˈkwanto]

πόσος (-η, -ο)

quànto  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈkwanto]

1 τόσο (όσο)
2 πως
3 πόσο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  quantizzazione quantomeccanica  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


per quanto = όσο κι αν || per quanto riguarda = όσον αφορά || per quanto riguarda... = όσο για... || quanti anni hai? = πόσων χρονών είσαι; || quanti anni mi dai? = πόσο με κάνεις; || quanto costa? = πόσο κάνει; || tanto... quanto... = τόσο... όσο...


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

quantitativo (ουσ αρσ )
quantitativo (επίθ.)
quantizzare (ρ. μτβ.)
quantizzatore (ουσ αρσ )
quantizzazione (θηλ.ουσ)
quanto (ουσ αρσ )
quanto (οριστ. επίθ.)
quanto (αντων.)
quanto (επίρ.)
quantomeccanica (θηλ.ουσ)
quantomeno (επίρ.)
quantum (ουσ αρσ )
quantunque (επίθ.)
qua qua (επιφ.)
quaranta ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
quarantacinquemila ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
quarantamila ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
quarantena (θηλ.ουσ)
quarantenne (ουσ αρσ )
quarantenne (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---