Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


quantitatìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kwantitaˈtivo]

1 ποσόν
2 ποσότητα

quantitatìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kwantitaˈtivo]

Ποσοτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  quantitativamente quantizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

quantificare (ρ. μτβ.)
quantificazione (θηλ.ουσ)
quantistico (επίθ.)
quantità (θηλ.ουσ)
quantitativamente (επίρ.)
quantitativo (ουσ αρσ )
quantitativo (επίθ.)
quantizzare (ρ. μτβ.)
quantizzatore (ουσ αρσ )
quantizzazione (θηλ.ουσ)
quanto (ουσ αρσ )
quanto (οριστ. επίθ.)
quanto (αντων.)
quanto (επίρ.)
quantomeccanica (θηλ.ουσ)
quantomeno (επίρ.)
quantum (ουσ αρσ )
quantunque (επίθ.)
qua qua (επιφ.)
quaranta ( απόλ. αριθμ. επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---