Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

narcisìsmo (ουσ αρσ ) narvàlo (ουσ αρσ )
narcisìsta (ουσ αρσ και θηλ.) nasàle (ουσ αρσ )
narcisìstico (επίθ.) nasàle (επίθ.)
narcìso (ουσ αρσ ) nascènte (επίθ.)
narcoanàlisi (θηλ.ουσ) nascenza (θηλ.ουσ)
narcolessìa (θηλ.ουσ) nàscere (ουσ αρσ )
narcòsi (θηλ.ουσ) nàscere (ρ.αμτβ.)
narcoterapìa (θηλ.ουσ) nasciménto (ουσ αρσ )
narcòtico (ουσ αρσ ) nàscita (θηλ.ουσ)
narcòtico (επίθ.) nascitùro (ουσ αρσ )
narcotìna (θηλ.ουσ) nascitùro (επίθ.)
narcotìsmo (ουσ αρσ ) nascóndere (ρ. μτβ.)
narcotizzàre (ρ. μτβ.) nascondersi (ρ.μ. (αντων.))
narcotizzazióne (θηλ.ουσ) nascondìglio (ουσ αρσ )
nàrdo (ουσ αρσ ) nascondiménto (ουσ αρσ )
narghilè (ουσ αρσ ) nascondìno (ουσ αρσ )
nàri (θηλ.ουσ) nascostaménte (επίρ.)
narìce (θηλ.ουσ) nascósto (αρσ. επίθ και ουσ)
narràbile (επίθ.) nasèllo (ουσ αρσ )
narràre (ρ. μτβ.) nasétto (ουσ αρσ )
narratìva (θηλ.ουσ) nasièra (θηλ.ουσ)
narratìvo (επίθ.) nàso (ουσ αρσ )
narratóre (ουσ αρσ ) nasóne (ουσ αρσ )
narrazióne (θηλ.ουσ) nàspo (ουσ αρσ )
nartèce (ουσ αρσ ) nàssa (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: