Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nascenza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [naʃˈʃɛntsa]

1 τοκετός
2 γεννητούρια
3 γέννα
4 γέννηση
5 γένεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nascente nascere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nartece (ουσ αρσ )
narvalo (ουσ αρσ )
nasale (ουσ αρσ )
nasale (επίθ.)
nascente (επίθ.)
nascenza (θηλ.ουσ)
nascere (ουσ αρσ )
nascere (ρ.αμτβ.)
nascimento (ουσ αρσ )
nascita (θηλ.ουσ)
nascituro (ουσ αρσ )
nascituro (επίθ.)
nascondere (ρ. μτβ.)
nascondersi (ρ.μ. (αντων.))
nascondiglio (ουσ αρσ )
nascondimento (ουσ αρσ )
nascondino (ουσ αρσ )
nascostamente (επίρ.)
nascosto (αρσ. επίθ και ουσ)
nasello (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---