ItalianoGreco


nàscere  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnaʃʃere]

1 εκβλάστηση
2 άνθιση
3 Μπουμπούκιασμα
4 ανατολή
5 ξεκίνημα
6 έναρξη

nàscere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈnaʃʃere]

γεννιέμαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---