Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nartèce  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [narˈtɛʧe]

νάρθηκας (αρχιτεκτονική)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  narrazione narvalo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

narrare (ρ. μτβ.)
narrativa (θηλ.ουσ)
narrativo (επίθ.)
narratore (ουσ αρσ )
narrazione (θηλ.ουσ)
nartece (ουσ αρσ )
narvalo (ουσ αρσ )
nasale (ουσ αρσ )
nasale (επίθ.)
nascente (επίθ.)
nascenza (θηλ.ουσ)
nascere (ουσ αρσ )
nascere (ρ.αμτβ.)
nascimento (ουσ αρσ )
nascita (θηλ.ουσ)
nascituro (ουσ αρσ )
nascituro (επίθ.)
nascondere (ρ. μτβ.)
nascondersi (ρ.μ. (αντων.))
nascondiglio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---