Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


narcòsi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [narˈkɔzi]

1 νάρκωση
2 γενική αναισθησία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  narcolessia narcoterapia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

narcisista (ουσ αρσ και θηλ.)
narcisistico (επίθ.)
narciso (ουσ αρσ )
narcoanalisi (θηλ.ουσ)
narcolessia (θηλ.ουσ)
narcosi (θηλ.ουσ)
narcoterapia (θηλ.ουσ)
narcotico (ουσ αρσ )
narcotico (επίθ.)
narcotina (θηλ.ουσ)
narcotismo (ουσ αρσ )
narcotizzare (ρ. μτβ.)
narcotizzazione (θηλ.ουσ)
nardo (ουσ αρσ )
narghilè (ουσ αρσ )
nari (θηλ.ουσ)
narice (θηλ.ουσ)
narrabile (επίθ.)
narrare (ρ. μτβ.)
narrativa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---