Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnarcìso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [narˈʧizo] 1 νάρκισσος narcissus poeticus 2 ασφόδελος narcissus poeticus 3 ζαμπάκι narcissus poeticus 4 μανουσάκι narcissus poeticus permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |