Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnàppo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈnappo] 1 πλατύστομο κύπελλο 2 ποτήρι με πόδι 3 ποτήρι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |