Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

latterìa (θηλ.ουσ) laudàrio (ουσ αρσ )
lattescènte (επίθ.) laudatìvo (επίθ.)
lattescènza (θηλ.ουσ) laudése (ουσ αρσ )
latticèllo (ουσ αρσ ) lauràcee (θηλ. ουσ πληθ.)
latticìnio (ουσ αρσ ) làurea (θηλ.ουσ)
làttico (επίθ.) laureàndo (αρσ. επίθ και ουσ)
lattièra (θηλ.ουσ) laureàre (ρ. μτβ.)
lattièro (επίθ.) laurearsi (ρ.μ. (αντων.))
lattìfero (επίθ.) laureàto (ουσ αρσ )
lattiginóso (επίθ.) laureàto (επίθ.)
lattìme (ουσ αρσ ) laurènzio (ουσ αρσ )
lattìna (θηλ.ουσ) lauréto (ουσ αρσ )
lattivéndolo (ουσ αρσ ) làuro (ουσ αρσ )
lattobacìllo (ουσ αρσ ) laurocèraso (ουσ αρσ )
lattodensìmetro (ουσ αρσ ) lautézza (θηλ.ουσ)
lattogenètico (επίθ.) làuto (επίθ.)
lattògeno (επίθ.) làva (θηλ.ουσ)
lattóne (ουσ αρσ ) lavaàuto (ουσ αρσ και θηλ.)
lattonière (ουσ αρσ ) lavabiancherìa (θηλ.ουσ)
lattónzolo (ουσ αρσ ) lavàbile (επίθ.)
lattoscòpio (ουσ αρσ ) lavabilità (θηλ.ουσ)
lattósio (ουσ αρσ ) lavàbo (ουσ αρσ )
lattùga (θηλ.ουσ) lavabottìglie (ουσ αρσ και θηλ.)
làuda (θηλ.ουσ) lavacristàllo (ουσ αρσ )
làudano (ουσ αρσ ) lavàcro (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: